στρατιωτικός

στρατιωτικός
-ή, -ό / στρατιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στρατιώτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός
άτομο που υπηρετεί μόνιμα στον στρατό, ιδίως ξηράς
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στρατιωτικά
(ενν. έργα ή πράγματα) οι στρατιωτικές υποθέσεις, οι γνώσεις ή τα θέματα που είναι σχετικά με τον στρατό (α. «υπουργός στρατιωτικών» β. «καὶ ἐπιστήμονα τῶν στρατιωτικῶν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το στρατιωτικό
α) ο στρατός ή το στρατιωτικό επάγγελμα
β) η στρατιωτική θητεία
2. φρ. α) «στρατιωτική διοίκηση» — άσκηση κρατικής εξουσίας από στρατιωτικούς
β) «στρατιωτικός νόμος»
(νομ.) παρωχημένος χαρακτηρισμός τού νόμου περί θέσεως μέρους ή συνόλου τής χώρας σε κατάσταση πολιορκίας
γ) «στρατιωτικά δικαστήρια»
(νομ.) δικαστήρια που εκδικάζουν τις αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις στρατιωτικών κάθε βαθμού
δ) «στρατιωτικά εγκλήματα»
(νομ.) οι αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις τών στρατιωτικών, τόσο τών μόνιμων όσο και τών επί θητεία
ε) «στρατιωτικές γέφυρες»
(στρ.-τεχνολ.) ειδικές γέφυρες, συνήθως προσωρινές και λυόμενες, δηλαδή γέφυρες που είναι δυνατόν να αποσυντεθούν χωρίς καταστροφή τού μέγιστου μέρους τών τμημάτων τους και να επαναχρησιμοποιηθούν
στ) «στρατιωτικές ακαδημίες»
στρ. σχολές για την εκπαίδευση και την εκγύμναση τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων
ζ) «στρατιωτική αστυνομία»
στρ. η στρατονομία
η) «στρατιωτική δικαιοσύνη»
(νομ.) σύνολο δικαιοδοτικών οργάνων, συνταγματικώς θεσμοθετημένων για τη διερεύνηση, εκδίκαση και τιμωρία αξιόποινων πράξεων και παραλείψεων που διαπράττονται από άνδρες και γυναίκες τών Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και το αποτέλεσμα τής λειτουργίας τους
θ) «στρατιωτική θητεία» — το διάστημα κατά το οποίο ένας πολίτης κατατάσσεται και υπηρετεί υποχρεωτικά στις ένοπλες δυνάμεις τής χώρας
ι) «στρατιωτική ιατρική»
ιατρ. η ιατρική ως σύνολο ειδικοτήτων που ασχολούνται με τα μέτρα για τη διατήρηση, την προστασία και την αποκατάσταση τής υγείας τών στρατιωτών υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες διαβίωσής τους
ια) «Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια» — εξάτομο εγκυκλοπαιδικό λεξικό και, ειδικότερα λεξικογραφικό αρχείο τών ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων
ιβ) «στρατιωτική μουσική» — μουσική γραμμένη κυρίως για πνευστά όργανα που προορίζεται για τις ποικίλες εκδηλώσεις τής στρατιωτικής ζωής
ιγ) «στρατιωτικοί κανονισμοί» — βιβλία στα οποία αναφέρονται τα ισχύοντα διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία στρατολογούνται οι στρατεύσιμοι τής χώρας, εξετάζονται από υγειονομική πλευρά, κατανέμονται σε ειδικότητες, κατατάσσονται στον στρατό, υπηρετούν και, τέλος, απολύονται από τις τάξεις τού ενεργού στρατού
ιδ) «στρατιωτικές οδοί»
(παλαιότερα) οδοί τις οποίες κατασκεύαζαν συμπληρωματικώς και χρησιμοποιούσαν για τη διευκόλυνση τών εκστρατειών
ιε) «στρατιωτικοί υπάλληλοι» — όλοι οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί όλων τών κλάδων τών ενόπλων δυνάμεων
ιστ) «στρατιωτικό ποινικό δίκαιο»
(νομ.) το κωδικοποιημένο σύνολο τών ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων που αφορούν στην πρόβλεψη, τη διαπίστωση, την εκδίκαση και την τιμωρία τών στρατιωτικών εγκλημάτων
ιζ) «στρατιωτικό συμβούλιο»
(στρ. ποιν. δίκ.) δικαστικό συμβούλιο τής στρατιωτικής δικαιοσύνης με ανακριτικές αρμοδιότητες
αρχ.
1. ο κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό, ο στρατεύσιμος («στρατιωτική ηλικία», Ξεν.)
2. ο φιλοπόλεμος
3. το ουδ. ως ουσ. α) (ενν. ἀργύριον) ο μισθός τών στρατιωτικών
β) (ενν. πλήθος) ο στρατός
4. φρ. «στρατιωτικὸν κολλύριον» — είδος αλοιφής για τα μάτια.
επίρρ...
στρατιωτικώς /στρατιωτικῶς ΝΜΑ και στρατιωτικά Ν
όπως οι στρατιώτες, κατά τον τρόπο τού στρατού ή τών στρατιωτικών («καὶ βασιλικὸν βίον ἀφέντας στρατιωτικῶς ζῆν», Ισοκρ.)
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) με βάρβαρο τρόπο, σαν αγροίκος
2. για χρήση από τον στρατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατιωτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους στρατιώτες και στο στρατό γενικά: Απαιτεί από τους υφισταμένους του στρατιωτική πειθαρχία. 2. «στρατιωτικός νόμος», νόμος που κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, νόμος που τίθεται σε εφαρμογή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατιωτικός νόμος — Βλ. λ. κατάσταση πολιορκίας …   Dictionary of Greek

  • Σαράφης, Στέφανος — Στρατιωτικός και πολιτικός (Τρίκαλα 1890 Αθήνα 1957). Γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικά — στρατιωτικός of neut nom/voc/acc pl στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc/acc dual στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικώτερον — στρατιωτικός of adverbial comp στρατιωτικός of masc acc comp sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικωτέρων — στρατιωτικός of fem gen comp pl στρατιωτικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικῶν — στρατιωτικός of fem gen pl στρατιωτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτικόν — στρατιωτικός of masc acc sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”